Λόγος εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορρούσαν

Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου

Το έργον επρόφθασε τους λόγους και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών· και το ανέστησε δια μιας. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε (μη ταλαιπωρής) τον διδάσκαλον· τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμεν τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήση την συνφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους και να προσθέτουν κάτι επιπλέον, ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίταξε όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθη ο ίδιος και να βάλη το χέρι του επάνω· πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Τον ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει και να εξέλθη και το χέρι να βάλη επάνω. Πράγματι όσοι είναι πιο παχείς στον νου χρειάζονται και την όρασι και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήση μεγαλυτέραν επιθυμία και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι΄ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι΄ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορρούσα και ότι ετιμήθη με το να γίνη ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγη μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγη τον ηκολούθησαν πολλοί σαν να περιμένουν κάποιο μεγάλο θαύμα αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε ήσαν λίγοι. Πράγματι γι΄ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωσι διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γαρ εν εαυτή· εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια· πράγματι σύμφωνα με τον νόμον αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι΄ αυτό προσπαθεί να μη γίνη αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου· αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως· είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστι κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν, ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; ή μήπως δεν απαλλαγώ; Αλλ΄ επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάστασι της υγείας της. «Έλεγε γαρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή· εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες· όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός; Δεν την άφησε να διαφύγη απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στον μέσον και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάση απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις και ζη με αγωνία σαν να την έχη κλέψη την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθή ότι δεν θα υποπέση στην αντίληψί του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστι της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν· άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύσι της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάσι της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθή στην πίστι και με αυτόν τον τρόπο να χάση το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον» και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθη και ο πατέρας.

Γι΄ αυτό προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκουσέ το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθη ο θάνατος και τότε να παρουσιασθή, ώστε να γίνη σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι΄ αυτό και βαδίζει κάπως αργά και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνη εν τω μεταξύ η μικρή και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθον οι από της οικίας λέγοντες· τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθή ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάστασι. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωσι του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «θάρσει, θύγατερ»· όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη· γι΄ αυτό λέγει «θάρσει» και την αποκαλεί θυγατέρα· η πίστις την έκαμε πράγματι θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον· «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι και λέγεις, τις ο αψάμενός μου;» - αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθή σάρκα αληθινήν και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια· διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού - αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκώτερον τρόπο σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείση και εκείνην να το ομολογήση μόνη της. Γι΄ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξη ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείση να τα ομολογήση όλα αυθορμήτως· αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξη την πίστι της γυναικός χωρίς να προξενήση αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλίτερα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε· μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν ωδήγησε τον ιατρόν στην οικία του· ενώ σ΄ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πως την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθή, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύση την πίστη του αρχισυναγώγου και συγχρόνως να διακηρύξη την αρετήν της γυναικός και να της προξενήση με αυτά τα λόγια ευχαρίστησι και ωφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγεία. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάση εκείνην και συγχρόνως να διορθώση τους άλλους, αλλά όχι να προβάλη τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνη αυτό - αφθονώτερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμη. Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι΄ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβη θάρρος· και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια, λέγοντας «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε· ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται)· και καταγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων· αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάστασι, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρη τους νεκρούς - το ίδιο έκαμε και στην περίπτωσι του Λαζάρου, όταν είπε «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται»· και συγχρόνως μας μαθαίνει νε μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνη προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν· αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε μετά από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως, και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των· όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωϋσή. Στον Μωϋσήν είπε: «τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδή να μετατρέπεται σε όφι, να μη λησμονήση ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια να εκπλαγή για το γεγονός. Και στην περίπτωσι του Λαζάρου ερωτά: «Που τεθείκατε αυτόν»; ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει (έχει βρωμίσει), τεταρταίος γαρ εστί» να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάστασι του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο τους ωδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι για να πληροφορήση αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξη τον δρόμο για την πίστι της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε «επίθες την χείρα», αυτός κάνει κάτι περισσότερο· όχι μόνο θέτει επάνω της το χέρι του αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανή το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ΄ εκείνους, όπως έκαμε και με το Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξη πλήρως και τον θάνατο και την ανάστασι.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάστασι, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν· και περισσότερο κοίταξε να διδαχθής από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο, ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν και τους έκρινε αναξίους γι΄ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία και μην εξέλθης και συ με τους αυλητάς, αλλά μένε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν εκείνους εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινε ύπνος· τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήση όμως οπωσδήποτε και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασί της απέθανε πάλι· ενώ η δική σου όταν αναστηθή θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη κτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνή, ούτε να διαβάλλη το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν αδίκως; αφού το πράγμα έγινε ύπνος. Τι οδύρεσαι και κλαίεις; αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν θα έπρεπε να τους περιγελούμε· όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξη, εάν κάνη παρόμοιες ανοησίες και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξι της αναστάσεως; Συ όμως σαν προσπαθής να επαυξήσης το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς με σκοπό να εξάψης το πάθος και να ρίξης λάδι στην φωτιά, και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ (τον διάβολο); ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» Και οι μεν ειδωλολάτρες οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα· δεν ημπορείς να ματαιώσης αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσης με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικωτέρους και υψηλωτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμης μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσης αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθή· το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη. Το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν και συ θρηνείς; Και τι περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνή, αυτός είναι ο διάβολος· εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ΄ εσέ που μέλλεις να στεφανωθής και να εύρης ανάπαυσι. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθή· και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ΄ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου» και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθή, αλλά το εντελεώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός» και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι (θα έλθουν) και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ· και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Θεόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχωνται; Για να εύρη ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγει, για να τον αντιμετωπίση ο Δικαστής με ευσπλαχνίαν. Γι΄ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πως θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; πως θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερον από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα· και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τι θα προτιμούσες γι΄ αυτόν, να κληρονομήση την περιουσία σου ή τους ουρανούς; τι θα επιθυμούσες, να κληρονομήση πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του· δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ΄ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ότι αν ζούσε· τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλης και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν· όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλης με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες· εάν δίκαιος, για να αυξηθή ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδής; Ζήσε την ίδιαν ζωή μ΄ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσης το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσης εμένα, θα σε πείση οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχης κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθη από τον χρόνο που θα έχη παρέλθη. Εάν όμως θέλης τώρα να φιλοσοφήσης, θα κερδίσης δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξης από αυτά τα δεινά, και με πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώση ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνης την συμφορά με πραότητα. Αναλόγίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε· εκείνος για σένα και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον» και ελυπήθη, δεν επέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο· και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθη να τα υπομένης όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνής· εάν τα θεωρής αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζης· εάν όμως δακρύζης, πως θα ημπορέσης να πείσης τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι΄ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνής, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονής λοιπόν, μη θέλης το κακό του· διότι το να αποζητή κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα και να τον πενθή που δεν έζησε για να υποφέρη και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψη πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθη εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβης το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύσι των έργων της κακίας· διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήση. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρης και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τι περισσότερον υπάρχει εδώ; ειπέ μου· τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα· χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια· τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρήται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνη, να πενθή, να φοβήται, να τρέμη και άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρη, άλλα δε να φοβήται μήπως τα υποστή; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθής, ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγή από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον· και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; θα τον απολαύσης όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις κι εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφης διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όρασι. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδής, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχη αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχης αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; έχεις όμως παρηγορία, τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκουσε ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήση περισσότερο στον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνής λοιπόν γι΄ αυτό το γεγονός το οποίο θα γίνη αφορμή να στεφανωθής, για το οποίο θα απαιτήσης μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθή. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητον θησαυροφυλάκιο. Και αν συνειδητοποιήσης τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθής πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγή από κάθε είδους μεταβολήν· εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλ΄ ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζώμεθα όλα αυτά και ας φιλοσοφούμε· με τον τρόπον αυτόν και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών· τα οποία είθε να επιτύχωμε, με την χάρι και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Δημοφιλείς αναρτήσεις