ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ


Ομιλία εις την Κυριακήν προ της Υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού


Ελάτε σήμερα, ω θεοφιλεστάτη συνάθροισις, ας εορτάσωμε τα προεότρια της ανυψώσεως του ζωηφόρου Σταυρού. Αντηχεί στην ακοή μου η θεσπεσία φωνή του Ευαγγελίου, η οποία προσφωνεί το σταυρικόν μυστήριο θέτοντας ως υπόδειγμα τον χάλικνον όφι που είχαν κρεμάσει στο ξύλον οι Ισραηλίτες. Και μου γίνονται τα αναγνώσματα προμηνύματα και προκηρύγματα της προσκυνήσεως του Σταυρού. Ας στρέψωμε λοιπόν προσεκτικώς το βλέμμα μας στα ολόφωτα λόγια του Ευαγγελίου χρησιμοποιώντας αυτά ως προπομπήν του βασιλικού σκήπτρου. Είπεν ο Κύριος: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Καλόν είναι να τα ειπή αυτά. Πράγματι, η ευαγγελική αυτή περικοπή αποβλέποντας στον σκοπό της ημέρας, απεσιώπησε αυτό που είχε προηγηθή. Τότε λοιπόν που ήλθε προς τον Κύριον ο νυκτερινός εκείνος μαθητής - καταλαβαίνεις βεβαίως ότι εννοώ τον Φαρισαίον Νικόδημο - και τον εδίδασκε ο Σωτήρ για την «άνωθεν γέννησιν», εκείνος, επειδή ο νους του κατείχετο ακόμη από την ιουδαϊκήν παχύτητα, εσύρθη αυτομάτως στον χώρον της μήτρας φανταζόμενος γέννησιν σαρκικήν. Όταν λοιπόν ο Κύριος τον είδε να μη τον ακολουθή στο ύψος του δόγματος αυτού, του λέγει· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς»· ωσάν να λέγη: Συ μεν, Νικόδημε, είσαι ανεπίδεκτος ουρανίου μυσταγωγίας και προσπαθείς να εύρης κάποιαν εξήγησιν ανθρωπίνην· αλλ΄ «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν», ώστε να τα μυηθή αυτά εκεί, «ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εκτός από αυτόν ο οποίος κατέβη από τον ουρανόν και δογματίζει τα εκεί τρανώς, «ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».

Θα μπορούσε όμως να ειπή κάποιος· εφ΄ όσον, όταν τα έλεγεν αυτά, δεν είχε ακόμη αναχωρήσει προς τους ουρανούς με το πρόσλημμα, όπως τότε μετά την αναβίωσί του από τον κόσμο των νεκρών, που ημπόδιζε την θεοφόρο Μαγδαληνή να τον εγγίση και αποστέλλοντάς την προς τους Αποστόλους, της έλεγε «Ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου», πως λοιπόν λέγει εδώ ότι κανείς δεν έχει ανεβή στον ουρανόν, εκτός από εκείνον τον ίδιον ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανό στη γη; Εδώ φανερώνει το δόγμα της αρρήτου ενώσεως του Θεού Λόγου με εμάς, ότι οι δύο φύσεις ηνώθησαν ασυγχύτως σε μίαν υπόστασι και η μία μετέβαλε της άλλης, ώστε οι ιδιότητες της μίας φύσεως να κοινοποιηθούν με της άλλης. Όταν λοιπόν ακούης «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εννόησε την Θεότητα του Λόγου· γι΄ αυτό και προσέθεσε «ο ων εν τω ουρανώ». Είναι πράγματι αφέλεια εδώ να εννοήσωμεν την σάρκα, ότι ήταν και στον ουρανό και συζητούσε με τον Νικόδημο, την στιγμή που είχε τρεις διαστάσεις και περιωρίζετο σε έναν τόπο. Ενώ το αναμφισβήτητα θεοσεβές είναι να πιστεύωμε ότι εδώ πρόκειται για την υπεράρχιο Θεότητα, η οποία ευρίσκεται ολικώς μέσα στο παν και επάνω από τα παν. Όμως το «ούπω αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» που ελέχθη στην μυροφόρο, εδήλωνε την σωματικήν ανάβασι. Στην συνέχεια λοιπόν προλέγει περί του Πάθους και του Σταυρού. Λέγει δηλαδή· «Ώσπερ Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Είναι, νομίζω, σαφής για τους περισσοτέρους η ιστορία για την οποία κάνει λόγον εδώ, αλλά για να γίνει πιο εύληπτος για εμάς η θεωρία, θα προσπαθήσω με συντομία να την ερμηνεύσω το κατά δύναμιν και με λίγα λόγια.

Τότε που ο Ισραηλιτικός λαός ωδηγείτο από τον Μωϋσή δια μέσου της ερήμου, επειδή η δουλοπρεπής ηδονή τους διήγειρε την επιθυμία της γαστριμαργίας και ωνειροπωλούσαν τον Αιγυπτιακόν χορτασμό όπως οι άτακτοι νέοι, παιδαγωγούνται με σφοδρότερες μάστιγες· τους επετέθησαν όφεις έρποντας μέσα στο στρατόπεδο, οι οποίοι έχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σε όσους επλήγωναν με τα δόντια τους. Καθώς δε ο Μωϋσής τους έβλεπε να υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον από τα δήγματα των θηρίων, κατόπιν θείας συμβουλής κατεσκεύασε ένα χάλκινον ομοίωμα όφεως και έτσι εξουδετέρωσε την δύναμη των αληθινών όφεων. Και αφού εκρέμασε σε ένα ύψωμα τον χάλκινον όφι, ώστε να βλέπεται από όλους, εσταμάτησε τον αφανισμό του λαού από τα θηρία αυτά. Πράγματι, όποιος προσέβλεπε στην εικόνα του όφεως, δεν εφοβείτο καθόλου το δήγμα του αληθινού όφεως, διότι με κάποια μυστικήν αντίδραση η θέα του όφεως εξουδετέρωνε το δηλητήριο.

Το ότι ο χαλκόχυτος όφις ήταν τύπος του ίδιου του Χριστού, το κηρύσσει σαφώς το Ευαγγέλιο· και ας μη ταράσση τους φιλοχρίστους η συσχέτισις του μυστηρίου με το αποκρουστικόν αυτό ζώον. Εάν ο πατέρας της αμαρτίας ωνομάσθη από την Αγίαν Γραφήν όφις, και εκείνο που εγγενήθη από τον όφι, η αμαρτία δηλαδή, οπωσδήποτε είναι όφις, συνώνυμος με αυτόν που την εγέννησε. Και μάλιστα ο Απόστολος μαρτυρεί ότι ο Κύριος έγινε προς χάριν μας αμαρτία, αφού ανέλαβε την αμαρτωλήν φύση μας· «τον γαρ αμαρτίαν» λέγει «μη ποιήσαντα, υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν». Προσαρμόζεται άρα κατά αναλογίαν στον Κύριο το αίνιγμα. Πράγματι, επειδή οι πονηροί όφεις διεσκορπίσθησαν έρποντας σε όλον το ανθρώπινον γένος και εθανάτωσαν με τις αμυχές της αμαρτίας την φύση μας, γι΄ αυτόν τον λόγον ο Θεός υποδύεται το ομοίωμα της αμαρτίας, «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», όπως λέγει ο Παύλος, «γενόμενος», και έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την αμαρτία δια μέσου εκείνου, ο οποίος έλαβε την μορφήν της αμαρτίας και ήλθε κοντά σ΄ εμάς οι οποίοι είχαμε παραδοθή στον όφι· δι΄ αυτού ο μεν θάνατος που προξενείται από τα δήγματα εμποδίζεται, οι δε όφεις αφανίζονται με το Πάθος του Σταρού. Και έχει μεν καταργηθή ο θάνατος που προέρχεται από τους όφεις, η ασέβεια δηλαδή, δεν έχουν όμως παύσει τα δήγματα. Διότι η επιθυμία που ενυπάρχει στη σάρκα κατά του πνεύματος δεν έχει εξαφανισθή τελείως· και στους εναρέτους μάλιστα ενεργούνται πολλές φορές τα δήγματα της επιθυμίας. Εκείνος όμως που βλέπει προς αυτόν ο οποίος υψώθη στο ξύλον, απωθεί το πάθος και εξουδετερώνει το δηλητήριο με τον φόβο του Θεού σαν με κάποιο φάρμακο. Το να βλέπη κάποιος προς τον Σταυρόν είναι αυτό, να γίνει σε όλο του τον βίον ως νεκρός για τον κόσμο και εσταυρωμένος, να μένη ακίνητος προς κάθε αμαρτία και να καθηλώνη το σαρκικόν του φρόνημα με τον φόβο του Θεού, κατά τον Ψαλμωδόν. Ήλος που θα καθηλώση την σάρκα πρέπει να είναι η εγκράτεια.

Ότι ο όφις είναι σύμβολο του μυστηρίου του σταυρού φαίνεται και από μίαν άλλην ιστορία. Όταν ο Μωϋσής απεστέλλετο από τον Θεό να εξαγάγη τον Ισραήλ ο οποίος υπηρετούσε τους Αιγυπτίους, λέγει προς τον Θεόν· «Εάν ου πιστεύσωσί μοι, μηδέ εισακούσωσι της φωνής μου, τι ερώ προς αυτούς;». Και ο Θεός του είπε· «Το τούτο εστί το εν τη χειρί σου;» αυτός απήντησε· «Ράβδος». Και είπε· «Ρίψον αυτήν επί την γην. Και έρριψεν αυτήν, και εγένετο όφις. Και είπε Κύριος προς Μωϋσήν· Έκτεινον την χείρα σου και επιλαβού της κέρκου (την ουρά). Και εγένετο ράβδος εν τη χειρί αυτού». Πρόσεξε ακριβώς εδώ, ότι ο αληθώς κατά φύσιν Υιός του Θεού είναι ωσάν κάποια ράβδος του Πατρός· διότι η ράβδος είναι σημείον βασιλείας και δυνάμεως. Και μάλιστα ο Δαυΐδ λέγει «Ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου». Όταν όμως αυτήν την έρριψε δια της ενανθρωπήσεώς και την περιέβαλε με σώμα γήϊνον, τότε έλαβε την μορφήν των πονηριών μας. Σύμβολον δε της πονηρίας είναι ο όφις. Και όπως η ράβδος του Μωϋσέως, όταν εθηριώθη κατέφαγε τις ράβδους με τις οποίες οι Αιγύπτιοι μάγοι έκαναν τις γοητείες τους, και έπειτα πάλι, όταν την ξαναπήρε στα χέρια του, έγινε αυτό που ήταν πριν, έτσι και η ράβδος του Θεού και Πατρός, που είναι ο Υιός, με την οποίαν εξουσιάζει τα πάντα, έγινε καθ΄ ομοίωσιν ιδική μας με σκοπό να εξαφανίση τους νοητούς όφεις, ώστε να μην είναι πλέον τα δαιμόνια θεοί των εθνών. Όταν λοιπόν έφερεν εις πέρας την οικονομίαν, επανήλθε στον ουρανόν ωσάν στο χέρι του Πατρός και έγινε πάλι ράβδος ευθύτητος και Βασιλείας· έχει καθίσει δε εκ δεξιών του γεννήτορος και μάλιστα με την σάρκα. Αλλά και με άλλον τρόπον ο όφις εικόνιζε τον Σωτήρα· όπως ακριβώς εκείνος εφαίνετο πως είναι όφις, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν, έτσι και ο Κύριος «αμαρτία ουκ εποίησεν»· και δεν ήταν δίκαιον να λάβη ο κατά φύσιν αγαθός πείρα του κακού. Όμως στους φαύλους εφαίνετο αμαρτωλός· πράγματι στον τυφλόν που εθεραπεύθη έλεγαν· «Δος δόξαν τω Θεώ· ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν». Αλλά και φάγον και οινοπότην τον ωνόμασαν με τα απύλωτα στόματά των: Και με άλλον τρόπον όμως ο Σωτήρ παρομοιάζεται με τον όφι· διότι ο όφις έχει όχι μόνο θανατηφόρο δηλητήριο, αλλά και ειδικόν φάρμακο το οποίο εξουδετερώνει το θανατηφόρο δηλητήριον. Γι΄ αυτό οι ιαρτοί από τις σάρκες των όφεων κατασκευάζουν αντίδοτο γι΄ αυτούς που επλήγησαν από όφεις. Έστι και ο Λόγος του Θεού κατασκεύασε από την θνητή φύση του Αδάμ το σώμα του, το οποίο κατήργησε το θάνατο. Ο Θεολόγος Γρηγόριος μάλιστα λέγει ότι ο όφις πρέπει να ληφθή όχι ως τύπος του Κυρίου, αλλ΄ ως αντίτυπος· λέγει δηλαδή «ο χαλκούς όφις κρεμάται κατά των όφεων που δαγκώνουν, όχι ως τύπος του υπέρ ημών παθόντος, αλλ΄ ως αντίτυπος· επειδή εκείνος μεν ο χαλκούς όφις εξουδετερώνοντας το δηλητήριο των ομοειδών του όφεων έσωζε τους αλλοτριοειδείς ανθρώπους· ο δε Σωτήρ ημών, όταν υψώθη στον Σταυρό, κατεξέσχισε την ισχύ των αλλοτρίων δαιμόνων, τους δε οικείους και ομοειδείς του ανθρώπους τους έσωσε». Ευλόγως λοιπόν ο άγιος πατήρ λέγει ότι εκλαμβάνεται ως αντίτυπος. Σύμφωνα δε με τον σοφώτατον Μάξιμον, ο κρεμάμενος όφις ήταν σύμβολον του θανάτου, του οποίου ο όφις είχε γίνει πρόξενος. Και το τρόπαιον επάνω στο οποίον ανυψώθη, εικόνιζε τον Σταυρόν· η δε προς αυτόν θέα των πληγωμένων από τα δήγματα είναι η ομολογία των πιστευόντων. Όποιος λοιπόν ομολογεί θεοπρεπώς τον θάνατον του Χριστού, έχει ζωήν αιώνιον. «Ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Το «υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου» έχει διπλήν έννοια· αφ΄ ενός μεν την καθήλωσή του σε ξύλο υψηλό, την οποία κετεδέχθη προς χάριν μας· διότι έπρεπε, αφού ηγιάσθη η γη από τους αχράντους πόδες του με το βάδισμα και η θάλασσα με την πορεία του επάνω στα κύματα, να αγιασθή και ο αέρας με την πορεία του επάνω στα κύματα, να αγιασθή και ο αέρας με την ανύψωσή του στον Σταυρόν· αφ΄ ετέρου δε δηλώνει την δόξα με την οποίαν εδοξάσθη ανθρωπίνως δια του Σταυρού. Διότι ενώ εφάνη ότι κατεκρίθη, με αυτόν κατακρίνει τον κοσμοκράτορα διάβολον, αφού απεδείχθη ανώτερος από τα πάθη στα οποία είχεν υποδουλωθή ο άνθρωπος, την λύπη δηλαδή και την ηδονήν. Από αυτά την μεν ηδονήν ενίκησε επάνω στο όρος, επειδή ούτε μετέβαλε τους λίθους σε άρτους, ούτε στις άλλες συμβουλές του πειραστού επείσθη· από δε την λύπην εφάνη ανώτερος ιδίως κατά τον καιρόν του Πάθους, τότε που ο αντίπαλος τους εξήγειρεν όλους εναντίον του. Προδότης ο μαθητής, φυγάδες οι μαθηταί, αρνητής ο Πέτρος, μάχαιρα και δάδες και ξίφη, σιαγόνες ραπιζόμενες, ράχις έκδοτος στις πληγές, μάρτυρες ψευδείς, κριτήριον ασεβές, απόφασις απάνθρωπος, στρατιώτες που διασκέδαζαν μετά την θλιβεράν απόφασι με εμπαιγμούς και ειρωνείες και ύβρεις και κτυπήματα με τον κάλαμο, ήλοι και χολή, και όξος και τελευταίον ο Σταυρός. Ποία ήταν λοιπόν η άμυνα κατά των δραστών; «Πάτερ, συγχώρησον αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Έτσι, αφού ενίκησε και την λύπη με την μακροθυμία, καταστρατηγεί τον αντίπαλον, δεικνύοντας σε ΄μας τον τρόπο της κατ΄ αυτού νίκης. Διότι με την αποχή των ηδονών και με την πραότητα προς αυτούς που μας στενοχωρούν και την μακροθυμία, γινόμεθα μιμηταί του Δεσπότου και κερδίζουμε για την κατά του πονηρού νίκην έπαθλο την Βασιλείαν των Ουρανών· αυτήν είθε να επιτύχωμεν όλοι με την χάρη της υπερφώτου Τριάδος, «η πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»


Θεοφάνους Επισκόπου Ταυρομενίας του Κεραμέως


(Κυριακη 13 Σεπτεμβριου 2009)

ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής
(Κατά Ιωάννην γ΄ 13-17)

και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ. και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον. ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον. ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ΄ ίνα σωθή ο κόσμος δι΄ αυτού.

Μεταφραση
(Κατά Ιωάννην γ΄ 13-17)

Κανένας, βέβαια, δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνο ο Υιός του Ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό, και που είναι στον ουρανό. Όπως ο Μωυσής ύψωσε το χάλκινο φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του Ανθρώπου, ώστε όποιος πιστεύει σ΄ αυτόν να μη χαθεί αλλά να ζήσει αιώνια. Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ΄ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια. Γιατί ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι΄ αυτού.

Δημοφιλείς αναρτήσεις