Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης-Κεφάλαιο 1ο Γενική Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη


του Πρεσβυτέρου
Γεωργίου Ανδρ. Σταθοπούλου
Καθηγητού Θεολόγου, MSc – Καθηγητού Μουσικής

Πρόλογος

Το θέμα το οποίο σήμερα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε και να πραγματευθούμε ιστορικά, θεολογικά, νομοκανονικά και ερμηνευτικά είναι ο «Κανόνας της Καινής Διαθήκης», δηλαδή η αυθεντικότητα, η θεοπνευστία και η ιστορικότητα των Βιβλίων της Καινής Διαθήκης, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την πάροδο των αιώνων μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.
H Καινή Διαθήκη, όπως θα δούμε στη συνέχεια της εισηγήσεως μας, είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και παρεδόθη κατ΄ αποκλειστικότητα στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Δυστυχώς όμως στο διάβα της ιστορίας, η Καινή Διαθήκη παρερμηνεύτηκε από πολλούς, εκούσια ή ακούσια, τόσο εκτός του χριστιανικού κόσμου όσο και εντός των διαφόρων ομολογιών αυτού. 
Στη σημερινή μας εισήγηση θα εντρυφήσουμε σε αυτόν τον «Κανόνα της Καινής Διαθήκης», δια των ευχών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Γερμανού, ο οποίος και τη φετινή ποιμαντική χρονιά με επέλεξε σε αυτή τη διακονία του λόγου του Θεού. Είναι γνωστό σε όλους μας το ανύσταχτο ενδιαφέρον και η πατρική μέριμνα του Σεβ. Μητροπολίτου μας για την «δια βίου μάθηση» και επιμόρφωση όλων ημών των κληρικών, προκειμένου να καταφέρουμε καλύτερα και αποδοτικότερα να ανταποκριθούμε στις σύγχρονες απαιτήσεις και προκλήσεις των καιρών. Με τις ευχές Του λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε και να φωτίσουμε πληρέστερα την ιστορική διαδρομή αυτού του Κανόνος, σε συνάρτηση με τις όποιες διαστρεβλώσεις και παρερμηνείες δέχθηκε αναφορικά με την θεοπνευστία, την ιστορικότητα και την αυθεντικότητά του, συνάμα δε να φωτίσουμε, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων μας, τις τυχών απορίες και τους προβληματισμούς, που ταλανίζουν πολλούς εξ ημών. 


1.1.  Η Αγία Γραφή

Η Καινή Διαθήκη και ο Κανόνας της, δηλαδή τα ιερά βιβλία που την αποτελούν θα είναι το θέμα που θα μας απασχολήσει στην σημερινή αδελφική σύναξή μας. Η Καινή Διαθήκη, ως γνωστόν, δεν είναι ένα βιβλίο, αλλά η συλλογή ή η σύναξη των 27 Ιερών Βιβλίων, τα οποία γράφηκαν από τους Ιερούς Αποστόλους και τους μαθητές τους, κατά τον 1ον μ.Χ. αιώνα. Η Καινή Διαθήκη, το Βιβλίο της ζωής όπως έχει χαρακτηριστεί, αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο μέρος της Αγίας Γραφής. Το πρώτο μέρος είναι η Παλαιά Διαθήκη, η οποία και αυτή με τη σειρά της αποτελεί μια επίσης μεγάλη συλλογή βιβλίων, αποτελούμενη από 49 θεόπνευστα συγγράμματα, Προφητών, Πατριαρχών, Βασιλέων και άλλων ιερών προσώπων της προ Χριστού εποχής, οι οποίοι μέσα από τα βιβλία αυτά, προανήγγειλαν τη σωτηρία και τη λύτρωση του γένους των ανθρώπων, μέσω της ελεύσεως στον κόσμο του Υιού και Λόγου του Θεού.     
Η Αγία Γραφή ή αλλιώς η Βίβλος, αδελφοί μου, είναι το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε παγκοσμίως, όταν ο Γουτεμβέργιος εφεύρε την τυπογραφία τον 15ο αιώνα μ.Χ.. Είναι δε και το πιο πολυδιαβασμένο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι σήμερα έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 1600 γλώσσες και διαλέκτους ανά την υφήλιο και φυσικά συνεχίζει να μεταφράζεται όπου αυτό καθίσταται αναγκαίο. Σε αυτήν την ευρεία διάδοσή της συνέτεινε και το γεγονός ότι η Βίβλος δεν διαβάζεται μόνον από τους χριστιανούς όλων των ομολογιών και δογμάτων. Διαβάζεται απ΄ όλους τους ανθρώπους όπου γης, οι οποίοι έχουν πνευματικές ή άλλες αναζητήσεις. Άξιο μνείας είναι εδώ να αναφέρουμε ότι η Αγία γραφή στο σύνολό της ή μέρος αυτής, θεωρείται Ιερό Βιβλίο και για τις άλλες δύο μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες του πλανήτη μας, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Οι μεν Ιουδαίοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ως γνωστόν ακόμα αναμένουν την έλευση του Μεσσία, μη δεχόμενοι τον Ιησού Χριστό ως σωτήρα και λυτρωτή του γένους των ανθρώπων, οι δε Μουσουλμάνοι, ως θρησκευτικό και ιδεολογικό κράμα του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, πιστεύουν συνολικά στην Αγία Γραφή, δηλαδή στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δίνοντας όμως μεγαλύτερη βαρύτητα, 6 αιώνες αργότερα, στον τελευταίο και μεγαλύτερό τους «Προφήτη», τον Μωάμεθ και το Ιερό Κοράνι.

1.2. Η Αγία Γραφή στην Ορθόδοξη Εκκλησία    

Η Αγία Γραφή για εμάς τους ορθοδόξους χριστιανούς, παρότι συγκροτείται από 76 συνολικά βιβλία, διαφόρων συγγραφέων, τα οποία γράφηκαν σε διάστημα 16 αιώνων, διαφορετικών εποχών και πολλαπλών ιστορικών, γεωγραφικών, πολιτικών και πολιτισμικών περιόδων, εντούτοις αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, με έναν πρωταγωνιστή, έναν σκοπό και μια συγκεκριμένη αποστολή και προοπτική.
 Η Αγία Γραφή είναι το Ιερό εκείνο βιβλίο, στο οποίο ξεδιπλώνεται διάπλατα στην ιστορική μας συνέχεια το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, το σχέδιο δηλαδή του Θεού δημιουργού της Κτίσεως, για την σωτηρία και θέωση του ανθρώπου και μέσω αυτού ολοκλήρου της κτιστής δημιουργίας. Το έργο της πραγματώσεως του σχεδίου της Θείας Οικονομίας στην ιστορία, το αναλαμβάνει στους ώμους Του το κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ίδιο τον Υιό και προαιώνιο Λόγο του Θεού, τον Ιησού Χριστό δηλαδή. Αυτός, ως νέος Αδάμ, «αναδημιουργεί» και «ανακεφαλαιώνει» στο πρόσωπό Του την ανθρώπινη υπόσταση και φύση ως Ιερέως της Κτιστής Δημιουργίας. Ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, ο αναμενόμενος δηλαδή Μεσσίας του ανθρωπίνου γένους, ο οποίος «προκαταγγέλεται» στην Παλαιά Διαθήκη, σαρκώνεται στην Καινή, τη Νέα δηλαδή Διαθήκη, μέσω της Κυρίας Θεοτόκου. Η Καινή Διαθήκη, ονομάζεται στην Εκκλησία μας και Ιερό Ευαγγέλιο, μιας και περιέχει την καλή αγγελία, την καλή είδηση της σωτηρίας των ανθρώπων.
Είναι σημαντικό για τον καθένα μας, αδελφοί μου, να κατανοήσουμε καλά, ότι ολόκληρη η Αγία Γραφή, δεν είναι μόνο ένα ιστορικό βιβλίο, στο πρώτο μέρος του οποίου, την Παλαιά Διαθήκη δηλαδή, καταγράφεται η ιστορική πορεία του λαού του Ισραήλ και στο δεύτερο, την Καινή, η σωτηρία των ανθρώπων δια του προσώπου του Ιησού Χριστού. Μια τέτοια θεώρηση θα μας αποπροσανατόλιζε από αυτόν τον ίδιο το σκοπό, για τον οποίο γράφηκαν τα ιερά αυτά βιβλία, ο οποίος δεν είναι άλλος, από την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Φυσικά και τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται στην Αγία Γραφή, είναι αληθινά και ιστορικά, όπως συνεχώς μας αποδεικνύουν τόσο η αρχαιολογική σκαπάνη και έρευνα, όσο  και οι εξωβιβλικές πηγές, πλην όμως ο απώτερος σκοπός συγγραφής της μεν Π.Δ. ήταν η προετοιμασία της ανθρωπότητας για τον ερχομό του Μεσσία Ιησού Χριστού στον κόσμο, της δε Καινής, η επί γης παρουσία και λυτρωτική δράση Του Θεανθρώπου, καθώς και η ζωή της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας. Στα βιβλία δηλαδή που απαρτίζουν τον κανόνα της Κ.Δ. οι ιεροί συγγραφείς μας καταγράφουν κατηχητικά μόνο «το διδακτικό και θαυματουργικό έργο Του (Ιησού), που πραγματοποίησε ως δημόσιο πρόσωπο και τα γεγονότα εκείνα της ζωής του που έχουν άμεση σχέση με την αποδοχή ή την απόρριψη του από τον κόσμο, ως Δασκάλου και ως Χριστού». Αυτό γίνεται ιδιαζόντως κατανοητό από τις λιγοστές αναφορές των Ιερών Ευαγγελιστών στα παιδικά χρόνια του Ιησού. Μόνο τρία περιστατικά από την ζωή του Ιησού γνωρίζουμε από τους Ιερούς Ευαγγελιστές πριν την Βάπτιση Του στον Ιορδάνη. Και αυτό, διότι δεν αποτελούν αδελφοί μου τα Ιερά Ευαγγέλια την ιστοριογραφία ή την βιογραφία του Ιησού και κατ΄ επέκταση των μαθητών Του. Μέσα σε αυτά τα Ιερά κείμενα καταγράφονται μόνο τα γεγονότα εκείνα από τη ζωή και τη δράση του Ιησού και των μαθητών Του, που έχουν άμεση σχέση με τη σωτηρία και τη λύτρωση των ανθρώπων και της κτιστής δημιουργίας.        

1.3. Η πορεία καταγραφής της Ιεράς Παραδόσεως

Ο συντάκτης, ο χρόνος και ο τόπος συγγραφής καθ΄ ενός εκ 76 βιβλίων της Αγίας Γραφής είναι σε όλους μας γνωστά από τα εγχειρίδια της Εισαγωγής στην Αγ. Γραφή. Εμείς στην εισήγησή μας αυτή θα αναζητήσουμε τα αίτια συγγραφής των 27 μόνο βιβλίων που απαρτίζουν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, καθώς και τον ιστορικό χωροχρόνο μέσα στον οποίο το κάθε ένα από αυτά γράφεται, προκειμένου να κατανοήσουμε σφαιρικότερα το περιεχόμενο και τις ιδιαιτερότητες τους.
Ο Κύριος μας, κατά την τελευταία και αποχαιρετιστήρια συνάντηση με τους στενούς μαθητές Του, στον Μυστικό Δείπνο, τους παρέδωσε την παρακαταθήκη Του, δηλαδή τον Ίδιο Του τον εαυτό, προς βρώσιν και πόσιν λέγοντάς τους ότι «τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης». Αυτή η «καινή διαθήκη» την οποία παραλαμβάνουν οι 12 μαθητές εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Ευαγγελιστή Μάρκου, είναι κάτι που τους υπερβαίνει κατά πάντα. Είναι σίγουρο ότι οι μαθητές δεν μπορούσαν ακόμα να κατανοήσουν το μέγεθος και την αποστολή της παρακαταθήκης την οποία εκείνη τη στιγμή παρέλαβαν. Η άγνοια ή η μερική γνώση της αληθείας, τόσο για το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού όσο και για το απολυτρωτικό Του έργου, είναι οι αιτίες, που θα επιτρέψουν να τους καταλάβει φόβος αμέσως μετά την σύλληψη του δασκάλου και Θεού τους. Ο φόβος αυτός θα οδηγήσει τον Πέτρο στην τριπλή άρνηση, τον Θωμά στην αμφισβήτηση, την Μαρία τη Μαγδαληνή στην απόρριψη της ψαύσης και όλους μαζί τους μαθητές στην απορία σχετικά με το πρόσωπου του Ιησού.
Τα συναισθήματα του φόβου και της άγνοιας όμως, δεν θα κυρίευαν για πολύ τους θείους μαθητές. Αμέσως μετά την εις ουρανούς Ανάληψη του Κυρίου, εστάλη σε αυτούς το Πανάγιο Πνεύμα, όπως ο Κύριος τους είχε υποσχεθεί. Ευθύς αμέσως οι πρώην φοβισμένοι και ημιμαθείς μαθητές «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».
Αυτή είναι και η καταλυτική στιγμή κατά την οποία πέφτει το παραπέτασμα από τα μάτια των θείων μαθητών και μπορούν πλέον να δουν, να βιώσουν και να κατανοήσουν στην πληρότητά τους, όλα όσα θαυμαστά έζησαν πλησίον του Ιησού τα τελευταία τρία χρόνια. Τότε ουσιαστικά «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν». Μετά την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος οι μαθητές κατάφεραν να κατανοήσουν πραγματικά «τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς» όλα αυτά τα χρόνια που ήσαν δίπλα Του και να ξεχυθούν σε όλα τα μήκη και πλάτη του τότε γνωστού κόσμου, ευαγγελιζόμενοι την Καινή Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Οι θείοι Απόστολοι, αρχικά έτρεξαν να κηρύξουν δια του λόγου και της ζωής τους την «Καινή Διαθήκη» σε όλον τον κόσμο, ιδρύοντας κατά τόπους Εκκλησιαστικές κοινότητες. Στις συνάξεις των κοινοτήτων αυτών και κυρίως κατά την ώρα της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας, αναγιγνώσκονταν περικοπές από τα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, μιας και δεν υπήρχαν ακόμα γραπτές μαρτυρίες των Ιερών Αποστόλων και Ευαγγελιστών. Τα είκοσι πρώτα χρόνια μετά την Ανάληψη του Θεανθρώπου, οι διηγήσεις σχετικά με το απολυτρωτικό έργο του Ιησού περνούσαν από στόμα σε στόμα, χωρίς κανείς να καταγράψει κάτι από αυτά. Μετά την πάροδο των είκοσι χρόνων, και αφού μέσω των προφορικών παραδόσεων οι μαθητές και οι πρώτοι χριστιανοί έχουν σχηματοποιήσει μια πλήρη εικόνα του προσώπου, της διδασκαλίας και του έργου του Θεανθρώπου Ιησού, έχουμε τις πρώτες καταγραφές των Ιερών Βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αρχής γενομένης από τις Επιστολές του Απ. Παύλου.  
Όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφηκαν στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα με σκοπό: τα μεν τέσσερα Ευαγγέλια να μας αναδείξουν το απολυτρωτικό έργο του Ιησού, οι Πράξεις των Αποστόλων να μας καταγράψουν τη ζωή και την οργάνωση της νέας Εκκλησίας και τέλος οι Επιστολές και η Αποκάλυψη να διδάξουν και να νουθετήσουν ποιμαντικά τους χριστιανούς είτε τοπικών Εκκλησιών, όπως π.χ. της Θεσσαλονίκης, της Κορίνθου κ.α., είτε ολοκλήρου της Καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, όπως π.χ. οι Καθολικές Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα.     

1.4. Το «Ευαγγέλιον»

 Στην αρχαία Ελλάδα, η λέξη «Ευαγγέλιο» αδελφοί μου, σήμαινε την αμοιβή που προσφέρονταν σε όποιον έφερνε μια καλή είδηση. Αργότερα, την λέξη «Ευαγγέλιο» (στον πληθυντικό όμως αριθμό), την συναντούμε στην αττική διάλεκτο να σημαίνει τη θυσία που προσφερόταν ως ευγνωμοσύνη για τη λήψη κάποιων καλών ειδήσεων. Για να καταλήξει τελικά λίγο αργότερα να σημαίνει τις ίδιες τις καλές ειδήσεις. Με αυτήν την έννοια υιοθετήθηκε και από την Χριστιανική Εκκλησία ο όρος «Ευαγγέλιο», με σκοπό να δηλώσει την καλή αγγελία της σωτηρίας του κόσμου από τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Την καλήν αυτήν είδηση διακήρυξε ο αγγελικός κόσμος στους ποιμένες της Βηθλεέμ τη νύχτα που γεννήθηκε ο Σωτήρας Χριστός. Μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστιν Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυῒδ».
Η καλή είδηση, την οποία καταγράφουν οι Ιεροί συγγραφείς στην Καινή Διαθήκη, εμείς οι χριστιανοί έχουμε την βεβαιότητα ότι είναι «τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν», μιας και εκεί μέσα καταγράφονται «τὰ ἱερὰ γράμματα, τὰ δυνάμενά (ἡμῖν) σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

1.5. Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης

Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η Καινή Διαθήκη είναι η κοινή Ελληνιστική, η γενικά καθομιλουμένη και κατανοητή γλώσσα της εποχής εκείνης απ΄ όλους τους λαούς της Μεσογείου, και η οποία καθιερώθηκε σε όλη αυτή την περιοχή μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.
Το μήνυμα του Ευαγγελίου ακούστηκε αρχικά από τον Χριστό στην Αραμαϊκή διάλεκτο, η οποία ήταν ιδίωμα της Συριακής γλώσσας, την οποία οικειοποιήθηκαν οι εβραίοι κατά την Βαβυλώνια αιχμαλωσία, παραγκωνίζοντας την γηγενή και επίσημη γλώσσα τους Εβραϊκή, την οποία πλέον χρησιμοποιούνταν μόνο ως τελετουργική γλώσσα στο Ναό του Σολομώντος και τις Συναγωγές τους.
Την Ελληνική γλώσσα είναι σχεδόν βέβαιο ότι μιλούσε και ο Θεάνθρωπος Ιησούς, καθόσον η περιοχή της Γαλιλαίας στην οποία ο Κύριος έδρασε, ήταν ελληνιστική. Πιθανολογείται ότι ο Ιησούς μιλούσε κατά περίσταση και στην Ελληνική γλώσσα, όπως π.χ. ενώπιον του Πιλάτου. Οι Απόστολοι είναι βέβαιο πάντως ότι, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξαν και έγραψαν όλα τα έργα τους στην Ελληνική γλώσσα.
Η κοινή Ελληνιστική, στην οποία είναι γραμμένη η Καινή Διαθήκη, αποτελεί την φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Είναι η γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ζωή και δραστηριότητα οι άνθρωποι της εποχής αυτής, στην οποία έγραφαν την ιδιωτική τους αλληλογραφία, τα συμφωνητικά τους και άλλα έγγραφα του καθημερινού τους βίου. Η Ελληνιστική κοινή ήταν η καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής εκείνης, σε όλον τον γνωστό τότε κόσμο, γι΄ αυτό και οι Ιεροί συγγραφείς έγραψαν σε αυτήν τα κείμενά τους. Καταλυτική υπήρξε στη διάδοση της Ελληνιστικής κοινής γλώσσας των Ελλήνων, η συμβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος με τις κατακτήσεις του, κατάφερε να μεταφέρει τη γλώσσα και των πολιτισμό των Ελλήνων σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και εκτός αυτής, επιβάλλοντας το Ελληνικό πνεύμα και εκπολιτίζοντας τους λαούς που κατακτούσε. Έτσι λοιπόν το Ιερό Ευαγγέλιο, μέσο και της ελληνικής γλώσσας κατάφερε συντομότερα να διαδοθεί και να λάβει οικουμενικές διαστάσεις.
Συνεχίζεται....





Δημοφιλείς αναρτήσεις