Ο ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Πετράκου Ἱεροκήρυκος


Τό ἐφετινό Θεολογικό μας Συνέδριο ἅπτεται ὄχι ἁπλῶς τῆς καρδιᾶς τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεώς μας, καθώς ἡ Θεία Λειτουργία ἤ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τήν κατ’ ἐξοχήν φανέρωση, ἔκφραση, ἐκδήλωση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Μυστηρίου, βλέποντας τά πράγματα ἀπό ἄλλην ὀπτική (θεολογική πάντοτε) γωνία – καί ὄχι ἀπό τήν συνήθη. Ἄλλωστε, ἀκολουθώντας τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα, τόν μεγάλο αὐτόν θεολόγο τοῦ 14ου αἰώνα, ἀνεπιφύλακτα θά ταυτίζαμε Ἐκκλησία καί Θεία Λειτουργία ἤ Θεία Εὐχαριστία, γιατί μᾶλλον ὁ ὅρος ταύτιση εἶναι αὐτός πού ἁρμόζει καλύτερα γιά νά δηλώσει τήν σχέση μεταξύ Ἐκκλησίας καί Θείας Εὐχαριστίας.

Ὡς ἐκ τούτων λοιπόν, ἡ Θεία Εὐχαριστία, κατά ἕναν μεγάλο σύγχρονο θεολόγο καί ἱεράρχη, «ἐκφράζει καί ἀποκαλύπτει καί πραγματώνει μέσα στήν ἱστορία τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία». Μάλιστα, τήν «ἐκφράζει», τήν «ἀποκαλύπτει» καί τήν «πραγματώνει», «ὄχι ἁπλῶς ὅπως εἶναι», ἀλλά ἰδιαίτερα σέ ἐσχατολογική προοπτική, «κυρίως ὅπως θά εἶναι, ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Ἐκκινώντας ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν ἐσχατολογικό χαρακτήρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χωρίς νά παραθεωροῦμε τίς ἄλλες διαστάσεις τοῦ μυστηρίου, ὅπως λ.χ. τήν θυσιαστική, μπορεῖ κανείς νά εἴπει ὅτι «ἡ Εὐχαριστία εἶναι ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία» - ὅπως πράττει ἄλλωστε πάντοτε - «πρέπει νά ζεῖ, νά ἐμπνέεται, νά κινεῖται καί νά δομεῖται μέσα στήν ἱστορία, αὐτό πού ὀνομάζομε στή γλώσσα τῆς δογματικῆς "ἐκκλησιολογία", λόγο δηλαδή περί τῆς ἀληθινῆς "φύσεως" τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἁπλῶς περί τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς της».

Ἔτσι λοιπόν, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἐνῶ τελεῖται καί σέ κοσμική διάσταση καί ἀγκαλιάζει ὅλον τόν κόσμο, ὅλην τήν δημιουργία καί τήν προσφέρει εὐχαριστιακά στόν Θεό-Δημιουργό («Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»), συνάμα τελεῖται σέ ἐσχατολογική διάσταση καί εἶναι προσανατολισμένη στήν μέλλουσα Βασιλεία. Ἀλλά ἐνῶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέλλουσα, συνάμα εἶναι παροῦσα, ἐδῶ, στόν κόσμον αὐτόν, πρωτίστως δέ στήν Θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῶν ἐσχάτων (καί πού ἀρχίζει ἀκριβῶς μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…»). Γι’ αὐτό καί στήν Θεία Λειτουργία κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», καί συγχρόνως «εἰς ζωήν αἰώνιον»·

κοινωνώντας τόν Χριστό συγχρόνως μετέχουμε τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «ἀρραβωνιζόμεθα» «τήν μέλλουσαν ζωήν καί βασιλείαν». Γι’ αὐτό καί γῆ καί οὐρανός ἑνώνονται στήν Θεία Λειτουργία, συνεορτάζουν καί εὐφραίνονται, καί ἐμεῖς οἱ χοϊκοί «ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν»· συλλειτουργοῦν ἄνθρωποι καί ἄγγελοι («Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν»1). Γι’ αὐτό καί στό Πρωτορωσικό Χρονικό οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βλαδιμήρου, ὅταν αὐτός ἀναζητοῦσε τήν ἀληθινή θρησκεία, ὄντας ἀκόμη εἰδωλολάτρες ὅλοι, παρατηρώντας τήν Θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀνέφεραν ὅτι «δέν γνώριζαν ἄν ζοῦσαν στόν οὐρανό ἤ στή γῆ, ἐπειδή σίγουρα δέν ὑπάρχει καμιά λαμπρότητα καί ὀμορφιά σάν αὐτή ὁπουδήποτε πάνω στή γῆ». Τό μόνο πού ἤξεραν εἶναι ὅτι «ὁ Θεός κατοικοῦσε ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους».

Ὑποψιάζεται ἑπομένως κανείς, γιατί ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε γεγονός χαρμόσυνο καί ἀναστάσιμο καί δέν τελεῖται σέ ἡμέρες νηστείας καί πένθους· γιατί μέ τήν Ἀνάσταση ἀνέτειλε ἤδη ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορία. Καταλαβαίνει κανείς, γιατί παρελθόν, παρόν καί μέλλον συνυπάρχουν στήν Θεία Λειτουργία. Γιά τό ἴδιο δέ τό κείμενο τῆς Θείας Λειτουργίας, αὐτή τελεῖται εἰς τήν σχετικήν «σωτήριον ἐντολήν» τοῦ Κυρίου καί εἰς ἀνάμνησιν «πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας», ἀκόμη καί «εἰς ἀνάμνησιν» τοῦ καθαρά μελλοντικοῦ γεγονότος «τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας», πρᾶγμα πού ἀντιβαίνει στήν κοινή λογική.

Ἰδού, γιατί, οἱ Ὀρθόδοξοι πάντοτε, ἀκόμη καί στίς σκοτεινότερες περιόδους τῆς ἱστορίας μας, στρεφόμασταν καί στρεφόμαστε γιά ἔμπνευση καί ἐλπίδα στή Θεία Λειτουργία. Ἀντιθέτως, ἐπιτρέψτε μου νά εἴπω στό σημεῖο αὐτό, ὅτι ἕνα μεγάλο πρόβλημα ἐν πολλοῖς τῶν συγχρόνων χριστιανῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐψυχράνθη ἡ πίστη καί ἐψύγη ἡ ἀγάπη, εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀπώλεια τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης τῆς πίστεως καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Δίνεται ἡ ἐντύπωση μερικές φορές, ὅτι ἔχει χαθεῖ ἡ αἴσθηση πώς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἤγγικεν», ὅτι εἶναι ἤδη παροῦσα, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τήν θεωροῦμε μόνον ὡς μέλλουσα.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία κατά τόν ἐκκλησιασμό τῶν Συνέδρων τοῦ Ἐτησίου Θεολογικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας 2011 στόν Ἱ. Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀμαλιάδας (Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω 27.2.2011).

Δημοφιλείς αναρτήσεις