Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ.
Ἐπειδὴ ἦταν χριστιανός, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Ἀφρικανό, τὸν ἔπαρχο. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἐρώτηση, τοῦ ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕναν καὶ μόνον ἀληθινὸ Θεό. Ὕστερα ἀπὸ αὐτήν του τὴν ὁμολογία, ὁ Ἀφρικανὸς ἄρχισε νὰ βρίζει τὸν Χριστὸ καὶ προσπάθησε νὰ χτυπήσει τὸν Ἅγιο. Τότε ἔγινε ἕνας τρομερὸς σεισμός, ὁ ἔπαρχος ἔπεσε κάτω καὶ κείτονταν νεκρὸς μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τότε ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς γυναίκας του, τὸν ἀνάστησε.
Κατόπιν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὁδήγησαν στὸν αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ σ' αὐτὸν ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Θεό. Ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Πρῶτα τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ἔσκισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη. Στὸ τέλος τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα λουτρό, ὅπου εἶχαν ζεστάνει τὸ νερὸ πάρα πολύ.
Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή, ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς ἐκλάμπουσα, τῶν ἰαμάτων, κόσμῳ δέδεικται, τῶν σῶν λειψάνων, Ἱερομάρτυς ἡ θήκη ἡ ἔνθεος· ἧς τὴν σεπτὴν κομιδὴν ἑορτάζοντες, ἁγιασμὸν ἀληθῆ κομιζόμεθα. Φωκᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον, τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων τὴν λάρνακα, περικυκλοῦντες ἔνδοξε, ψυχικῶν νοσημάτων, καὶ παντοίων παθῶν ἰάσεις λαμβάνομεν, Φωκᾶ ἀνευφημοῦντες, τὰ θεῖά σου κατορθώματα.
Μεγαλυνάριον.
Βρύει τοῖς ἐν κόσμῳ ποταμηδόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, σβτηρίους ἐπιρροάς, ἡ σεπτή σου θήκη, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐξ ὧν ἀεὶ ἀντλοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.