Ο ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ Η (ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ) ΚΡΙΣΗ
Τοῦ Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Πετράκου
ἹεροκήρυκοςΣεβασμιώτατε Ποιμενάρχα μας,
Θεοφιλέστατε,
Τίμιο ἱερατεῖο,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές καί Σύνεδροι.
Α΄.
Ὁ ἐκκλησιασμός μας σήμερα ἐδῶ, στόν ἀνακαινισμένο μετά τίς ζημιές πού ὑπέστη ἀπό τόν σεισμό τοῦ Ἰουνίου 2008 Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, πολιούχου τῆς Ἀμαλιάδας,
Εὐσεβεῖς χριστιανοί τῆς ἐνορίας καί τῆς πόλεως αὐτῆς,
- λέγω γιά ἐκείνους πού δέν τό γνωρίζουν – πραγματοποιεῖται στά πλαίσια τοῦ Ἐτησίου Θεολογικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας, τό ὁποῖο ἐφέτος διαπραγματεύεται τό θέμα: «Ἱστορία, Θεολογία καί Γλώσσα τῆς Λειτουργίας». Ἤδη χθές τό ἀπόγευμα κατά τήν Α΄ Συνεδρία στήν Μαθητική καί Φοιτητική Ἑστία τοῦ Πύργου «Ἡ Ἁγία Φιλοθέη» ἀκούσαμε τίς ἐμπεριστατωμένες εἰσηγήσεις δύο ἐκ τῶν ἐλλογιμωτάτων Καθηγητῶν, ἀμφοτέρων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ π. Ἰωάννου Σκιαδαρέση μέ θέμα «Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς ἁγιασμός τοῦ κόσμου (Μέ βάση τήν Καινή Διαθήκη)» καί τοῦ κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ μέ θέμα «Ἱστορική καί θεολογική προσέγγισις τῆς Θείας Λειτουργίας»· γιά νά συνεχίσουμε τίς ἐργασίες μας μετά τήν παροῦσα εὐχαριστιακή σύναξή μας στήν «Θεία Οἰκοδομή» τῆς πόλεώς μας, μέ τήν εἰσήγηση τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Γεωργίου Φίλια μέ θέμα «Προβληματική στή Λειτουργική Γλώσσα».
---------------------------------------------------------------------------------------------
* Ὁμιλία κατά τόν ἐκκλησιασμό τῶν Συνέδρων τοῦ Ἐτησίου Θεολογικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας 2011 στόν Ἱ. Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀμαλιάδας (Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω 27-2-2011). Δημοσιεύθηκε στόν τόμο: Ἱστορία, Θεολογία καί Γλώσσα τῆς Θείας Λειτουργίας. Εἰσηγήσεις τοῦ Ἐτησίου Θεολογικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας 2011, Ἔκδ.: Ἱ. Μητρόπολις Ἠλείας, Πύργος 2011, 91-99.
Ἑπομένως, τό θέμα τοῦ ἐφετινοῦ Θεολογικοῦ μας Συνεδρίου ἅπτεται ὄχι ἁπλῶς τῆς καρδιᾶς τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεώς μας, καθώς ἡ Θεία Λειτουργία ἤ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τήν κατ’ ἐξοχήν φανέρωση, ἔκφραση, ἐκδήλωση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Μυστηρίου, βλέποντας τά πράγματα ἀπό ἄλλην ὀπτική (θεολογική πάντοτε) γωνία – καί ὄχι ἀπό τήν συνήθη. Ἄλλωστε, ἀκολουθώντας τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα, τόν μεγάλο αὐτόν θεολόγο τοῦ 14ου αἰ., ἀνεπιφύλακτα θά ταυτίζαμε Ἐκκλησία καί Θεία Λειτουργία ἤ Θεία Εὐχαριστία, γιατί μᾶλλον ὁ ὅρος ταύτιση εἶναι αὐτός πού ἁρμόζει καλύτερα γιά νά δηλώσει τήν σχέση μεταξύ Ἐκκλησίας καί Θείας Εὐχαριστίας. Ἔγραφε λοιπόν ὁ «σοφώτατος καί λογιώτατος καί τοῖς ὅλοις ἁγιώτατος»[1] Θεσσαλονικέας: «Σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις[2], οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ’ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη, καί ὡς ἐν ρίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καί καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα… οὕτω καί τήν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη…, οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»· καί «Οὐ γάρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἤ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλά πράγματος ταυτότης»[3].
Ὡς ἐκ τούτων λοιπόν, ἡ Θεία Εὐχαριστία, κατά ἕναν μεγάλο σύγχρονο θεολόγο καί ἱεράρχη, «ἐκφράζει καί ἀποκαλύπτει καί πραγματώνει μέσα στήν ἱστορία τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία»[4]. Μάλιστα, τήν «ἐκφράζει», τήν «ἀποκαλύπτει» καί τήν «πραγματώνει», «ὄχι ἁπλῶς ὅπως εἶναι», ἀλλά σέ ἐσχατολογική προοπτική, «κυρίως ὅπως θά εἶναι, ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[5].
Ἐκκινώντας ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν ἐσχατολογικό χαρακτήρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χωρίς νά παραθεωροῦμε τίς ἄλλες διαστάσεις τοῦ μυστηρίου, ὅπως λ.χ. τήν θυσιαστική, μπορεῖ κανείς νά εἴπει ὅτι «ἡ Εὐχαριστία εἶναι ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία» - ὅπως πράττει ἄλλωστε πάντοτε - «πρέπει νά ζεῖ, νά ἐμπνέεται, νά κινεῖται καί νά δομεῖται μέσα στήν ἱστορία, αὐτό πού ὀνομάζομε στή γλώσσα τῆς δογματικῆς "ἐκκλησιολογία", λόγο δηλαδή περί τῆς ἀληθινῆς "φύσεως" τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἁπλῶς περί τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς της»[6].
Ἔτσι λοιπόν, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἐνῶ τελεῖται σέ κοσμική διάσταση, ἀγκαλιάζοντας μάλιστα ὅλον τόν κόσμο, ὅλην τήν δημιουργία καί προσφέροντάς την εὐχαριστιακά στόν Θεό-Δημιουργό («Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»), συνάμα τελεῖται σέ ἐσχατολογική διάσταση καί εἶναι προσανατολισμένη στήν μέλλουσα βασιλεία[7]. Καί ἐνῶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέλλουσα, συνάμα εἶναι παροῦσα, ἐδῶ, στόν κόσμον αὐτόν, κυρίως δέ στήν Θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῶν ἐσχάτων, καί πού ἀρχίζει ἀκριβῶς μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Γι’ αὐτό καί στήν Θεία Λειτουργία κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καί συγχρόνως «εἰς ζωήν αἰώνιον». Κοινωνώντας τόν Χριστό, συγχρόνως μετέχουμε τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «ἀρραβωνιζόμεθα» «τήν μέλλουσαν ζωήν καί βασιλείαν»[8]. Γι’ αὐτό καί γῆ καί οὐρανός ἑνώνονται στήν Θεία Λειτουργία, συνεορτάζουν καί εὐφραίνονται καί ἐμεῖς οἱ χοϊκοί «ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν»[9]· συλλειτουργοῦν ἄνθρωποι καί ἄγγελοι («Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν»[10]). Γι’ αὐτό καί στό «Πρωτορωσικό Χρονικό» οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βλαδίμηρου, ὅταν αὐτός ἀναζητοῦσε τήν ἀληθινή θρησκεία γιά τόν ἴδιο καί τόν λαό του, ἀφοῦ παρακολούθησαν τήν Θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀνέφεραν: «Δέν γνωρίζαμε ἄν ζούσαμε στόν οὐρανό ἤ στή γῆ, ἐπειδή σίγουρα δέν ὑπάρχει καμιά λαμπρότητα καί ὀμορφιά σάν αὐτή ὁπουδήποτε πάνω στή γῆ. Δέν μποροῦμε νά σᾶς τό περιγράψουμε: τό μόνο πού ξέρουμε εἶναι πώς ὁ Θεός κατοικεῖ ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, καί πώς ἡ λειτουργία τους ξεπερνάει σέ ὀμορφιά τή λατρεία ὅλων τῶν ἄλλων περιοχῶν. Δέν θά ξεχάσουμε ποτέ αὐτή τήν ὀμορφιά»[11].
Ὑποψιάζεται ἑπομένως κανείς, γιατί ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε γεγονός χαρμόσυνο καί ἀναστάσιμο καί δέν τελεῖται σέ ἡμέρες νηστείας καί πένθους. Καταλαβαίνει κανείς, γιατί παρελθόν, παρόν καί μέλλον συνυπάρχουν στήν Θεία Λειτουργία. Γιά τό ἴδιο δέ τό κείμενο τῆς Θείας Λειτουργίας, αὐτή τελεῖται εἰς τήν σχετικήν «σωτήριον ἐντολήν» τοῦ Κυρίου καί εἰς ἀνάμνησιν «πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας», ἀκόμη καί εἰς ἀνάμνησιν τοῦ καθαρά μελλοντικοῦ γεγονότος «τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας», πρᾶγμα πού ἀντιβαίνει στήν κοινή λογική.
Ἰδού, γιατί οἱ Ὀρθόδοξοι πάντοτε, ἀκόμη καί στίς σκοτεινότερες περιόδους τῆς ἱστορίας μας, στρεφόμασταν - καί στρεφόμαστε - γιά ἔμπνευση καί ἐλπίδα στή Θεία Λειτουργία.
Ἰδού, ἀντιθέτως - ἐπιτρέψτε μου νά εἴπω στό σημεῖο αὐτό - καί ἕνα μεγάλο πρόβλημα ἐν πολλοῖς τῶν συγχρόνων χριστιανῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐψυχράνθη ἡ πίστη καί ἐψύγη ἡ ἀγάπη: ἡ ἀπώλεια ἀκριβῶς τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης τῆς πίστεως καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Δίνεται ἡ ἐντύπωση μερικές φορές, ὅτι ἔχει χαθεῖ ἡ αἴσθηση πώς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἤγγικε»[12], ὅτι εἶναι ἤδη παροῦσα, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τήν θεωροῦμε μόνον ὡς μέλλουσα.
Β΄.
Στήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς Θείας Λειτουργίας, γιά τήν τέλεση τῆς ὁποίας ἀκριβῶς καί ἐμεῖς «ἐδῶ καί τώρα» συναχθήκαμε, «ἐπί τό αὐτό»[13], ἀλλά καί γενικότερα στήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς πίστης μας, κατά συγκυρίαν ἀγαθή ἰδιαίτερα μᾶς παραπέμπει καί ἡ σημερινή ἑορτή, Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω. Αὐτήν τήν «Κυριακή» ἡμέρα, πού κατά «σχῆμα ὀξύμωρον» ἱκανό μέρος τῶν συνανθρώπων καί ἀδελφῶν μας, στήν συντριπτική πλειοψηφία τους βαπτισμένων Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, διασκεδάζει ἐπιδιδόμενο συχνά σέ ἀνάρμοστες πρακτικές, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τό πιό φοβερό γεγονός γιά ὅλους μας, τήν Δευτέρα Παρουσία καί ἔτσι λατρευτικῶς μᾶς συντονίζει ἄριστα μέ τό θέμα τοῦ Συνεδρίου μας, ἀφοῦ ἀμέσως ἤ ἐμμέσως μᾶς ὑπενθυμίζει:
- Τήν προσωρινότητά μας στόν κόσμο αὐτό, τήν φθορά καί ματαιότητα αὐτοῦ καί τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, πού ἀποτελεῖ τό πλέον βέβαιο γεγονός στή ζωή τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς.
- Τήν Δευτέρα Παρουσία, πού ὡς Χριστιανοί προσδοκοῦμε, ἀφοῦ πιστεύουμε στήν δευτέρα «μετά δόξης» ἔλευση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία συγχρόνως σημαίνει τήν ἐγκαθίδρυση «καινῶν οὐρανῶν καί γῆς καινῆς»[14].
- Τήν ἐμφάνισή μας ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, γιά νά λάβει ἕκαστος τόν μισθόν του γιά τά πεπραγμένα, καί ἀναλόγως τῶν ἔργων του νά ὁδηγηθεῖ «εἰς ζωήν αἰώνιον» ἤ «εἰς κόλασιν αἰώνιον»[15]· νά ἀπολαύει τῆς ἀγάπης καί τῆς χαρᾶς τοῦ «βασιλέως τῶν βασιλευόντων» καί «κυρίου τῶν κυριευόντων»[16], ἤ ἀντιθέτως νά μήν μπορεῖ νά τύχει αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν καί νά τά στερεῖται.
Ἑπομένως, ἡ σημερινή ἑορτή καί ἡ ἀναγνωσθεῖσα εὐαγγελική περικοπή[17] μᾶς συντονίζουν μέ τά ἔσχατα, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι ἡ ζωή μας δέν περιορίζεται στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά συνδέεται μέ τήν αἰωνιότητα, πόσῳ μᾶλλον, ὅταν ἐμεῖς παραμένουμε συνδεδεμένοι μέ τόν αἰώνιο Κύριο. «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Καί ὅπως ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται σέ κοσμική καί συνάμα σέ ἐσχατολογική διάσταση, ἔτσι καί ἡ σκηνή τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔχει δύο διαστάσεις, θά ἔλεγα: ἀναμφίβολα τήν ἐσχατολογική, ἀφοῦ ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀποτελεῖ τό κατ’ ἐξοχήν ἐσχατολογικό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστης μας, ἀλλά καί κοσμική, γιατί - μεταξύ ἄλλων – οἱ προϋποθέσεις τῆς προσωπικῆς μας κρίσεως τίθενται στήν παροῦσα φάση τῆς ζωῆς.
Γιατί, ποιό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο θά κρίνει ὁ Κριτής, ὅταν «βίβλοι ἀνοίγωνται, καί τά κρυπτά δημοσιεύωνται»[18]; Μήπως μόνον ἡ τυπική πίστη καί ἡ ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων; ΟΧΙ, ἀλλά πρωτίστως ἡ στάση μας ἀπέναντι στόν ἄλλον, τόν συνάνθρωπο, τόν ἀδελφό: εἴτε εἶναι αὐτός πεινασμένος, εἴτε εἶναι διψασμένος, γυμνός, ἀσθενής, φυλακισμένος, ξένος, ἄνεργος, μετανάστης, ὁ οἱοσδήποτε χρήζει τῆς βοηθείας μας - ὄχι κατ’ ἀνάγκην πάντοτε ὑλικῆς, ἀλλά καί ἠθικῆς.
Ὅλοι μας, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας πού ὁ ἀτομισμός καί ὁ ἐγωϊσμός ἀποθεώνονται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ξεχνοῦμε ὅτι ἡ σωτηρία μας περνᾶ μέσα ἀπό τόν ἄλλο.
Ὅμως, ἡ σημερινή ἡμέρα καί τό σχετικό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς συντονίζουν μέ τό θέμα τοῦ Συνεδρίου μας καί γιά ἕναν ἄλλον, εἰδικότερο λόγο. Γιατί ἡ σκηνή αὐτή τῆς Δευτέρας Παρουσίας, σαφῶς εἰκονίζεται στήν Θεία Εὐχαριστία. Δηλαδή, ὅπως στή Δευτέρα Παρουσία ἔχουμε «σύναξη» «πάντων τῶν ἐθνῶν», μέ κέντρο τόν Ἰησοῦ Χριστό «καθήμενον ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ», συνοδευομένου ἀπό τούς «ἁγίους ἀγγέλους» καί περιστοιχιζομένου ἀπό τούς «Δώδεκα», καθημένων «ἐπί δώδεκα θρόνων κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ»[19], ἔτσι καί στήν Θεία Εὐχαριστία ἔχουμε τή «σύναξη» πάντων μέ κέντρο τόν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ «τύπον τοῦ πατρός»[20] καί κατέχει τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ[21]· δηλαδή ἔχουμε τή «σύναξη» τῶν ἐθνῶν, πού εἰκονίζει ὁ λαός, τῶν Ἀποστόλων, πού εἰκονίζουν οἱ πρεσβύτεροι, τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, πού εἰκονίζουν οἱ διάκονοι. Γι’ αὐτό καί ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία ὡς εἰκόνας τῶν ἐσχάτων θεωρεῖται, ὅτι ἀντλεῖται καί ὅλη ἡ δομή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. ἡ διαίρεση σέ κλῆρο καί λαό καί οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης[22].
Γ΄.
Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε καί ἀγαπητοί μου.
Μία ἀπό τίς αἰτήσεις μας πρός τόν Κύριο κατά τήν Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ «καλή ἀπολογία» μας «ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ». Τό κλειδί γιά τήν μέ παρρησία ἐμφάνισή μας ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, μᾶς δίνει πάλι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ αὐτή ἀποτελεῖ τό ἄνοιγμα, τήν εἴσοδο τῶν ἐσχάτων στόν παρόντα κόσμο.
Ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία ἑπομένως ἄς ἀντλεῖ νόημα ὅλη ἡ ζωή καί ὕπαρξή μας, ὥστε ἡ Θεία Λειτουργία μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό τό ναό νά συνεχίζεται καί στήν καθημερινή μας τή ζωή καί αὐτή νά μεταμορφώνεται σέ «λειτουργία μετά τήν Θεία Λειτουργία», ὅπως συχνά λέγεται· δηλαδή ἡ Θεία Λειτουργία νά ἐμπνέει ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μας, ἀκόμη καί τίς βιοτικές καί βιολογικές, ὅλο τό εἶναι μας. Καί ἐνῶ θά πατᾶμε στή γῆ, συνάμα νά βρισκόμαστε στόν οὐρανό («Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας»).
Στήν πράξη αὐτά θά ἀποδεικνύονται μέ τήν ἔξοδο ἀπό τόν ἑαυτό μας καί τήν ἀγαπητική στάση μας πρός τόν ἄλλον, τόν συνάνθρωπο, γιατί «ὁ ἐσχατολογικός χαρακτήρας τῆς Εὐχαριστίας συνάπτεται οὐσιαστικά στόν ἐσχατολογικό χαρακτῆρα τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν βιωματική πεμτουσία τῆς βασιλείας» καί ἡ ὁποία «θά ἐπιζήσει στόν "ἀγήρω καί ἄληκτον αἰῶνα"»[23]. Γιατί τότε ὅλα τά χαρίσματα, πού σήμερα μᾶς προξενοῦν ἐντύπωση, ὅπως γνώση, προφητεία, θεραπεῖες ἀσθενειῶν, θαύματα κ.λπ., θά καταργηθοῦν[24]. Θά μείνουν τελικά τά τρία: «πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη»· «μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη»[25].
«Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους», ἐάν θέλουμε νά μετέχουμε ἀξίως τοῦ ποτηρίου τῆς ζωῆς καί τῆς αἰωνιότητας, ἀφοῦ «ἡ παρούσα ζωή ἀλλά καί ἡ μέλλουσα βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατακτῶνται μόνο μέ τήν ἀγάπη»[26].
Καί ἐπιτρέψτε μου νά κλείσω τήν Ὁμιλία μου μέ μία παύλεια περικοπή προτροπῆς, μία ἀπό τίς πολλές, ἡ ὁποία ἀκριβῶς συγκεφαλαιώνει τίς δύο βασικές διαστάσεις τῆς πίστης μας, κοσμική καί ἐσχατολογική, πού ἐνῶ μᾶς προσανατολίζει στόν οὐρανό καί στά ἔσχατα, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν πρακτική ἐφαρμογή τῆς ἐσχατολογικῆς αὐτῆς πίστης στό παρόν. Παροτρύνει λοιπόν ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν τόν Ἅγιο Τιμόθεο καί δι’ αὐτοῦ ὅλους μας: «Δίωκε δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα. Ἀγωνίζου τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἥν καί ἐκλήθης… Τηρῆσαί σε τήν ἐντολήν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἥν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, καί κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται· ὧ τιμή καί κράτος αἰώνιον. Ἀμήν»[27].
[1] Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα ὁ ἀντιγραφέας τοῦ ἀρχαιότερου κώδικα τῶν ἔργων του (Parisinus 1213) μοναχός Ἰωάσαφ, τῆς Μονῆς τῶν Ξανθοπούλων.
[2] Ὁ ὅρος «μυστήρια» σημαίνει ἐδῶ τήν Θεία Λειτουργία.
[4] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία», στό· Τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου, [Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 8], Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2004, 27.
[5] Ὅπ. παρ.
[6] Ὅπ. παρ.
[7] Πρβλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία. Τό Μυστήριο τῆς Βασιλείας, Μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης, [Ἐκκλησία Προσευχομένη 1], Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20002, 50-52.
[8] Πρβλ. τό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι «δωρεά ἀθανασίας, καί ἀρραβῶνες ζωῆς ἀτελευτήτου»: Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία Ι΄, PG 77, 1028.
[9] Πρβλ. τόν ὕμνο: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν· Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε, ἄνοιξον ἡμῖν τήν θύραν τοῦ ἐλέους σου», ὁ ὁποῖος μάλιστα σέ μερικές ἐκδόσεις Ἱερατικῶν (βλ. λ.χ. Ἱερατικόν, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19924, 63) τίθεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, ἐπέχων οἱονεί θέση προεισαγωγικοῦ ὕμνου στήν Θεία Λειτουργία.
[10] Βλ. στήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων.
[11] Καλλίστου Ware, Ἐπισκόπου Διοκλείας, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης, [Ἱστορία καί Πολιτισμός 2], Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1996, 419.
[12] Πρβλ. Ματθαίου 3,2 / 4,17.
[13] Α΄ Πρός Κορινθίους 11,20 / 14,23.
[14] Β΄ Πέτρου 3,13.
[15] Ματθαίου 25,46.
[16] Α΄ Πρός Τιμόθεον 6,15.
[17] Ματθαίου 25,31-46.
[18] Βλ. Κοντάκιον τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, στό Τριώδιον.
[19] Ματθαίου 19,28.
[21] Ὁ ἐπίσκοπος περιγράφεται ἀπό τόν Ἰγνάτιο ὡς «προκαθήμενος εἰς τόπον Θεοῦ» (κατ’ ἄλλην γραφή: «εἰς τύπον Θεοῦ»): Μαγνησιεῦσιν VΙ, PG 5, 668. Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 2, 269.
[22] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία», 35-41.
[23] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη, τεῦχ. 52, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1994, 90.
[24] Δές σχετικά κυρίως τό 12ο καί 13ο κεφάλαιο τῆς Α΄ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς.
[25] Α΄ Πρός Κορινθίους 13,13.
[26] Γ. Πατρώνου, Κήρυγμα καί Θεολογία, Τόμος Β΄, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2003, 79.
[27] Α΄ Πρός Τιμόθεον 6,11-16.