Ο ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ Η (ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ) ΚΡΙΣΗ

Το ρχιμ. Δαμασκηνο Πετράκου
εροκήρυκος

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα μας,
Θεοφιλέστατε,
Τίμιο ερατεο,
λλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές καί Σύνεδροι.

Α΄.

κκλησιασμός μας σήμερα δ, στόν νακαινισμένο μετά τίς ζημιές πού πέστη πό τόν σεισμό το ουνίου 2008 Μητροπολιτικό Ναό το γίου θανασίου, πολιούχου τς μαλιάδας,

Εσεβες χριστιανοί τς νορίας καί τς πόλεως ατς,

- λέγω γιά κείνους πού δέν τό γνωρίζουν πραγματοποιεται στά πλαίσια το τησίου Θεολογικο Συνεδρίου τς . Μητροπόλεώς μας, τό ποο φέτος διαπραγματεύεται τό θέμα: «στορία, Θεολογία καί Γλώσσα τς Λειτουργίας». δη χθές τό πόγευμα κατά τήν Α΄ Συνεδρία στήν Μαθητική καί Φοιτητική στία το Πύργου « γία Φιλοθέη» κούσαμε τίς μπεριστατωμένες εσηγήσεις δύο κ τν λλογιμωτάτων Καθηγητν, μφοτέρων τς Θεολογικς Σχολς Θεσσαλονίκης, το π. ωάννου Σκιαδαρέση μέ θέμα « Θεία Εχαριστία ς γιασμός το κόσμου (Μέ βάση τήν Καινή Διαθήκη καί το κ. Παναγιώτου Σκαλτσ μέ θέμα «στορική καί θεολογική προσέγγισις τς Θείας Λειτουργίας»· γιά νά συνεχίσουμε τίς ργασίες μας μετά τήν παροσα εχαριστιακή σύναξή μας στήν «Θεία Οκοδομή» τς πόλεώς μας, μέ τήν εσήγηση το Καθηγητο τς Θεολογικς Σχολς θηνν κ. Γεωργίου Φίλια μέ θέμα «Προβληματική στή Λειτουργική Γλώσσα».
---------------------------------------------------------------------------------------------

* μιλία κατά τόν κκλησιασμό τν Συνέδρων το τησίου Θεολογικο Συνεδρίου τς . Μητροπόλεως λείας 2011 στόν Ναό γίου θανασίου μαλιάδας (Κυριακή τς πόκρεω 27-2-2011). Δημοσιεύθηκε στόν τόμο: στορία, Θεολογία καί Γλώσσα τς Θείας Λειτουργίας. Εσηγήσεις το τησίου Θεολογικο Συνεδρίου τς . Μητροπόλεως λείας 2011, κδ.: . Μητρόπολις λείας, Πύργος 2011, 91-99.

πομένως, τό θέμα το φετινο Θεολογικο μας Συνεδρίου πτεται χι πλς τς καρδις τς λατρείας τς ρθοδόξου κκλησίας μας, λλά ατς ταύτης τς πάρξεως τς κκλησίας καί τς πίστεώς μας, καθώς Θεία Λειτουργία Θεία Εχαριστία ποτελε τήν κατ’ ξοχήν φανέρωση, κφραση, κδήλωση το Μυστηρίου τς κκλησίας, το νός καί μοναδικο Μυστηρίου, βλέποντας τά πράγματα πό λλην πτική (θεολογική πάντοτε) γωνία – καί χι πό τήν συνήθη. λλωστε, κολουθώντας τόν γιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα, τόν μεγάλο ατόν θεολόγο το 14ου α., νεπιφύλακτα θά ταυτίζαμε κκλησία καί Θεία Λειτουργία Θεία Εχαριστία, γιατί μλλον ρος ταύτιση εναι ατός πού ρμόζει καλύτερα γιά νά δηλώσει τήν σχέση μεταξύ κκλησίας καί Θείας Εχαριστίας. γραφε λοιπόν «σοφώτατος καί λογιώτατος καί τος λοις γιώτατος»[1] Θεσσαλονικέας: «Σημαίνεται δέ κκλησία ν τος μυστηρίοις[2], οχ ς ν συμβόλοις, λλ’ ς ν καρδί μέλη, καί ς ν ρίζ το φυτο κλάδοι, καί καθάπερ φη Κύριος, ς ν μπέλ κλήματα… οτω καί τήν Χριστο κκλησίαν ε τις δεν δυνηθείη…, οδέν τερον ατό μόνον τό Κυριακόν ψεται σμα»· καί «Ο γάρ νόματος νταθα κοινωνία μόνον, ναλογία μοιότητος, λλά πράγματος ταυτότης»[3].
ς κ τούτων λοιπόν, Θεία Εχαριστία, κατά ναν μεγάλο σύγχρονο θεολόγο καί εράρχη, «κφράζει καί ποκαλύπτει καί πραγματώνει μέσα στήν στορία τήν δια τήν κκλησία»[4]. Μάλιστα, τήν «κφράζει», τήν «ποκαλύπτει» καί τήν «πραγματώνει», «χι πλς πως εναι», λλά σέ σχατολογική προοπτική, «κυρίως πως θά εναι, ταν πικρατήσει Βασιλεία το Θεο»[5].
κκινώντας κριβς πό ατόν τόν σχατολογικό χαρακτήρα τς Θείας Εχαριστίας, χωρίς νά παραθεωρομε τίς λλες διαστάσεις το μυστηρίου, πως λ.χ. τήν θυσιαστική, μπορε κανείς νά επει τι « Εχαριστία εναι τρόπος, μέ τόν ποον κκλησία» - πως πράττει λλωστε πάντοτε - «πρέπει νά ζε, νά μπνέεται, νά κινεται καί νά δομεται μέσα στήν στορία, ατό πού νομάζομε στή γλώσσα τς δογματικς "κκλησιολογία", λόγο δηλαδή περί τς ληθινς "φύσεως" τς κκλησίας καί χι πλς περί τς στορικς διαδρομς της»[6].

τσι λοιπόν, Θεία Εχαριστία, ν τελεται σέ κοσμική διάσταση, γκαλιάζοντας μάλιστα λον τόν κόσμο, λην τήν δημιουργία καί προσφέροντάς την εχαριστιακά στόν Θεό-Δημιουργό («Τά σά κ τν σν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»), συνάμα τελεται σέ σχατολογική διάσταση καί εναι προσανατολισμένη στήν μέλλουσα βασιλεία[7]. Καί ν Βασιλεία το Θεο εναι μέλλουσα, συνάμα εναι παροσα, δ, στόν κόσμον ατόν, κυρίως δέ στήν Θεία Λειτουργία, πού ποτελε εκόνα τς Βασιλείας τν ορανν, τν σχάτων, καί πού ρχίζει κριβς μέ τό «Ελογημένη βασιλεία το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος…». Γι’ ατό καί στήν Θεία Λειτουργία κοινωνομε σμα καί αμα Χριστο «ες φεσιν μαρτιν» καί συγχρόνως «ες ζωήν αώνιον». Κοινωνώντας τόν Χριστό, συγχρόνως μετέχουμε το μέλλοντος αἰῶνος, «ρραβωνιζόμεθα» «τήν μέλλουσαν ζωήν καί βασιλείαν»[8]. Γι’ ατό καί γ καί ορανός νώνονται στήν Θεία Λειτουργία, συνεορτάζουν καί εφραίνονται καί μες ο χοϊκοί «ν οραν στάναι νομίζομεν»[9]· συλλειτουργον νθρωποι καί γγελοι («Νν α δυνάμεις τν ορανν σύν μν οράτως λατρεύουσιν»[10]). Γι’ ατό καί στό «Πρωτορωσικό Χρονικό» ο πεσταλμένοι το γεμόνα το Κιέβου Βλαδίμηρου, ταν ατός ναζητοσε τήν ληθινή θρησκεία γιά τόν διο καί τόν λαό του, φο παρακολούθησαν τήν Θεία Λειτουργία στήν γία Σοφία τς Κωνσταντινουπόλεως, νέφεραν: «Δέν γνωρίζαμε ν ζούσαμε στόν ορανό στή γ, πειδή σίγουρα δέν πάρχει καμιά λαμπρότητα καί μορφιά σάν ατή πουδήποτε πάνω στή γ. Δέν μπορομε νά σς τό περιγράψουμε: τό μόνο πού ξέρουμε εναι πώς Θεός κατοικε κε νάμεσα στούς νθρώπους, καί πώς λειτουργία τους ξεπερνάει σέ μορφιά τή λατρεία λων τν λλων περιοχν. Δέν θά ξεχάσουμε ποτέ ατή τήν μορφιά»[11].
ποψιάζεται πομένως κανείς, γιατί Θεία Λειτουργία εναι πάντοτε γεγονός χαρμόσυνο καί ναστάσιμο καί δέν τελεται σέ μέρες νηστείας καί πένθους. Καταλαβαίνει κανείς, γιατί παρελθόν, παρόν καί μέλλον συνυπάρχουν στήν Θεία Λειτουργία. Γιά τό διο δέ τό κείμενο τς Θείας Λειτουργίας, ατή τελεται ες τήν σχετικήν «σωτήριον ντολήν» το Κυρίου καί ες νάμνησιν «πάντων τν πέρ μν γεγενημένων, το σταυρο, το τάφου, τς τριημέρου ναστάσεως, τς ες ορανούς ναβάσεως, τς κ δεξιν καθέδρας», κόμη καί ες νάμνησιν το καθαρά μελλοντικο γεγονότος «τς δευτέρας καί νδόξου πάλιν παρουσίας», πργμα πού ντιβαίνει στήν κοινή λογική.
δού, γιατί ο ρθόδοξοι πάντοτε, κόμη καί στίς σκοτεινότερες περιόδους τς στορίας μας, στρεφόμασταν - καί στρεφόμαστε - γιά μπνευση καί λπίδα στή Θεία Λειτουργία.
δού, ντιθέτως - πιτρέψτε μου νά επω στό σημεο ατό - καί να μεγάλο πρόβλημα ν πολλος τν συγχρόνων χριστιανν, ξ ατίας το ποίου ψυχράνθη πίστη καί ψύγη γάπη: πώλεια κριβς τς σχατολογικς διάστασης τς πίστεως καί τς Θείας Λειτουργίας. Δίνεται ντύπωση μερικές φορές, τι χει χαθε ασθηση πώς Βασιλεία το Θεο «γγικε»[12], τι εναι δη παροσα, στήν καλύτερη περίπτωση τήν θεωρομε μόνον ς μέλλουσα.

Β΄.

Στήν σχατολογική διάσταση τς Θείας Λειτουργίας, γιά τήν τέλεση τς ποίας κριβς καί μες «δ καί τώρα» συναχθήκαμε, «πί τό ατό»[13], λλά καί γενικότερα στήν σχατολογική διάσταση τς πίστης μας, κατά συγκυρίαν γαθή διαίτερα μς παραπέμπει καί σημερινή ορτή, Κυριακή τς πόκρεω. Ατήν τήν «Κυριακή» μέρα, πού κατά «σχμα ξύμωρον» κανό μέρος τν συνανθρώπων καί δελφν μας, στήν συντριπτική πλειοψηφία τους βαπτισμένων ρθοδόξων λλήνων, διασκεδάζει πιδιδόμενο συχνά σέ νάρμοστες πρακτικές, κκλησία μας προβάλλει τό πιό φοβερό γεγονός γιά λους μας, τήν Δευτέρα Παρουσία καί τσι λατρευτικς μς συντονίζει ριστα μέ τό θέμα το Συνεδρίου μας, φο μέσως μμέσως μς πενθυμίζει:
- Τήν προσωρινότητά μας στόν κόσμο ατό, τήν φθορά καί ματαιότητα ατο καί τήν πραγματικότητα το θανάτου, πού ποτελε τό πλέον βέβαιο γεγονός στή ζωή το καθενός πό μς.
- Τήν Δευτέρα Παρουσία, πού ς Χριστιανοί προσδοκομε, φο πιστεύουμε στήν δευτέρα «μετά δόξης» λευση το Κυρίου, ποία συγχρόνως σημαίνει τήν γκαθίδρυση «καινν ορανν καί γς καινς»[14].
- Τήν μφάνισή μας νώπιον το Κριτο, γιά νά λάβει καστος τόν μισθόν του γιά τά πεπραγμένα, καί ναλόγως τν ργων του νά δηγηθε «ες ζωήν αώνιον» «ες κόλασιν αώνιον»[15]· νά πολαύει τς γάπης καί τς χαρς το «βασιλέως τν βασιλευόντων» καί «κυρίου τν κυριευόντων»[16], ντιθέτως νά μήν μπορε νά τύχει ατν τν γαθν καί νά τά στερεται.
πομένως, σημερινή ορτή καί ναγνωσθεσα εαγγελική περικοπή[17] μς συντονίζουν μέ τά σχατα, πενθυμίζοντάς μας τι ζωή μας δέν περιορίζεται στόν κόσμο ατό, λλά συνδέεται μέ τήν αωνιότητα, πόσ μλλον, ταν μες παραμένουμε συνδεδεμένοι μέ τόν αώνιο Κύριο. «Πάντων μν μνησθείη Κύριος Θεός ν τ βασιλεί ατο πάντοτε, νν καί εί καί ες τούς αἰῶνας τν αώνων».
Καί πως Θεία Εχαριστία τελεται σέ κοσμική καί συνάμα σέ σχατολογική διάσταση, τσι καί σκηνή το σημερινο Εαγγελίου χει δύο διαστάσεις, θά λεγα: ναμφίβολα τήν σχατολογική, φο Δευτέρα Παρουσία ποτελε τό κατ’ ξοχήν σχατολογικό γεγονός τς κκλησίας καί τς πίστης μας, λλά καί κοσμική, γιατί - μεταξύ λλων ο προϋποθέσεις τς προσωπικς μας κρίσεως τίθενται στήν παροσα φάση τς ζως.
Γιατί, ποιό εναι τό κριτήριο, μέ τό ποο θά κρίνει Κριτής, ταν «βίβλοι νοίγωνται, καί τά κρυπτά δημοσιεύωνται»[18]; Μήπως μόνον τυπική πίστη καί κτέλεση τν θρησκευτικν μας καθηκόντων; ΟΧΙ, λλά πρωτίστως στάση μας πέναντι στόν λλον, τόν συνάνθρωπο, τόν δελφό: ετε εναι ατός πεινασμένος, ετε εναι διψασμένος, γυμνός, σθενής, φυλακισμένος, ξένος, νεργος, μετανάστης, οοσδήποτε χρήζει τς βοηθείας μας - χι κατ’ νάγκην πάντοτε λικς, λλά καί θικς.
λοι μας, διαίτερα στήν ποχή μας πού τομισμός καί γωϊσμός ποθεώνονται σέ λα τά πίπεδα, ξεχνομε τι σωτηρία μας περν μέσα πό τόν λλο.

μως, σημερινή μέρα καί τό σχετικό εαγγελικό νάγνωσμα μς συντονίζουν μέ τό θέμα το Συνεδρίου μας καί γιά ναν λλον, εδικότερο λόγο. Γιατί σκηνή ατή τς Δευτέρας Παρουσίας, σαφς εκονίζεται στήν Θεία Εχαριστία. Δηλαδή, πως στή Δευτέρα Παρουσία χουμε «σύναξη» «πάντων τν θνν», μέ κέντρο τόν ησο Χριστό «καθήμενον πί θρόνου δόξης ατο», συνοδευομένου πό τούς «γίους γγέλους» καί περιστοιχιζομένου πό τούς «Δώδεκα», καθημένων «πί δώδεκα θρόνων κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς το σραήλ»[19], τσι καί στήν Θεία Εχαριστία χουμε τή «σύναξη» πάντων μέ κέντρο τόν πίσκοπο, ποος ποτελε «τύπον το πατρός»[20]  καί κατέχει τόν θρόνο το Θεο[21]· δηλαδή χουμε τή «σύναξη» τν θνν, πού εκονίζει λαός, τν ποστόλων, πού εκονίζουν ο πρεσβύτεροι, τν γίων γγέλων, πού εκονίζουν ο διάκονοι. Γι’ ατό καί πό τήν Θεία Εχαριστία ς εκόνας τν σχάτων θεωρεται, τι ντλεται καί λη δομή τς κκλησίας, πως π.χ. διαίρεση σέ κλρο καί λαό καί ο τρες βαθμοί τς ερωσύνης[22].

Γ΄.

Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε καί γαπητοί μου.

Μία πό τίς ατήσεις μας πρός τόν Κύριο κατά τήν Θεία Λειτουργία εναι «καλή πολογία» μας «πί το φοβερο βήματος το Χριστο». Τό κλειδί γιά τήν μέ παρρησία μφάνισή μας νώπιον το Κριτο, μς δίνει πάλι δια Θεία Λειτουργία, φο ατή ποτελε τό νοιγμα, τήν εσοδο τν σχάτων στόν παρόντα κόσμο.
πό τήν Θεία Εχαριστία πομένως ς ντλε νόημα λη ζωή καί παρξή μας, στε Θεία Λειτουργία μετά τήν ξοδό μας πό τό ναό νά συνεχίζεται καί στήν καθημερινή μας τή ζωή καί ατή νά μεταμορφώνεται σέ «λειτουργία μετά τήν Θεία Λειτουργία», πως συχνά λέγεται· δηλαδή Θεία Λειτουργία νά μπνέει λες τίς κφάνσεις τς ζως μας, κόμη καί τίς βιοτικές καί βιολογικές, λο τό εναι μας. Καί ν θά πατμε στή γ, συνάμα νά βρισκόμαστε στόν ορανό («νω σχμεν τάς καρδίας»).
Στήν πράξη ατά θά ποδεικνύονται μέ τήν ξοδο πό τόν αυτό μας καί τήν γαπητική στάση μας πρός τόν λλον, τόν συνάνθρωπο, γιατί « σχατολογικός χαρακτήρας τς Εχαριστίας συνάπτεται οσιαστικά στόν σχατολογικό χαρακτρα τς γάπης, ποία ποτελε τήν βιωματική πεμτουσία τς βασιλείας» καί ποία «θά πιζήσει στόν "γήρω καί ληκτον αἰῶνα[23]. Γιατί τότε λα τά χαρίσματα, πού σήμερα μς προξενον ντύπωση, πως γνώση, προφητεία, θεραπεες σθενειν, θαύματα κ.λπ., θά καταργηθον[24]. Θά μείνουν τελικά τά τρία: «πίστις, λπίς, γάπη»· «μείζων δέ τούτων γάπη»[25].
 «γαπήσωμεν λλήλους», άν θέλουμε νά μετέχουμε ξίως το ποτηρίου τς ζως καί τς αωνιότητας, φο « παρούσα ζωή λλά καί μέλλουσα βασιλεία το Θεο κατακτνται μόνο μέ τήν γάπη»[26].

Καί πιτρέψτε μου νά κλείσω τήν μιλία μου μέ μία παύλεια περικοπή προτροπς, μία πό τίς πολλές, ποία κριβς συγκεφαλαιώνει τίς δύο βασικές διαστάσεις τς πίστης μας, κοσμική καί σχατολογική, πού ν μς προσανατολίζει στόν ορανό καί στά σχατα, πό τήν λλη πλευρά μς μιλε γιά τήν πρακτική φαρμογή τς σχατολογικς ατς πίστης στό παρόν. Παροτρύνει λοιπόν πόστολος τν θνν τόν γιο Τιμόθεο καί δι’ ατο λους μας: «Δίωκε δικαιοσύνην, εσέβειαν, πίστιν, γάπην, πομονήν, πραότητα. γωνίζου τόν καλόν γνα τς πίστεως· πιλαβο τς αωνίου ζως, ες ν καί κλήθης… Τηρσαί σε τήν ντολήν σπιλον, νεπίληπτον μέχρι τς πιφανείας το Κυρίου μν ησο Χριστο, ν καιρος δίοις δείξει μακάριος καί μόνος δυνάστης, βασιλεύς τν βασιλευόντων, καί κύριος τν κυριευόντων, μόνος χων θανασίαν, φς οκν πρόσιτον, ν εδεν οδείς νθρώπων οδέ δεν δύναται· τιμή καί κράτος αώνιον. μήν»[27].


[1] Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα ὁ ἀντιγραφέας τοῦ ἀρχαιότερου κώδικα τῶν ἔργων του (Parisinus 1213) μοναχός Ἰωάσαφ, τῆς Μονῆς τῶν Ξανθοπούλων.
[2] Ὁ ὅρος «μυστήρια» σημαίνει ἐδῶ τήν Θεία Λειτουργία.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, ΛΗ΄, PG 150, 452-453.
[4] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία», στό· Τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου, [Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 8], Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2004, 27.
[5] Ὅπ. παρ.
[6] Ὅπ. παρ.
[7] Πρβλ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία. Τό Μυστήριο τῆς Βασιλείας, Μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης, [Ἐκκλησία Προσευχομένη 1], Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20002, 50-52.
[8] Πρβλ. τό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι «δωρεά ἀθανασίας, καί ἀρραβῶνες ζωῆς ἀτελευτήτου»: Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία Ι΄, PG 77, 1028.
[9] Πρβλ. τόν ὕμνο: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν· Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε, ἄνοιξον ἡμῖν τήν θύραν τοῦ ἐλέους σου», ὁ ὁποῖος μάλιστα σέ μερικές ἐκδόσεις Ἱερατικῶν (βλ. λ.χ. Ἱερατικόν, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19924, 63) τίθεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, ἐπέχων οἱονεί θέση προεισαγωγικοῦ ὕμνου στήν Θεία Λειτουργία.
[10] Βλ. στήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων.
[11] Καλλίστου Ware, Ἐπισκόπου Διοκλείας, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης, [Ἱστορία καί Πολιτισμός 2], Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1996, 419.
[12] Πρβλ. Ματθαίου 3,2 / 4,17.
[13] Α΄ Πρός Κορινθίους 11,20 / 14,23.
[14] Β΄ Πέτρου 3,13.
[15] Ματθαίου 25,46.
[16] Α΄ Πρός Τιμόθεον 6,15.
[17] Ματθαίου 25,31-46.
[18] Βλ. Κοντάκιον τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, στό Τριώδιον.
[19] Ματθαίου 19,28.
[20] Ἰγνατίου, Τραλλιανοῖς III, PG 5, 678. Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 2, 272.
[21] Ὁ ἐπίσκοπος περιγράφεται ἀπό τόν Ἰγνάτιο ὡς «προκαθήμενος εἰς τόπον Θεοῦ» (κατ’ ἄλλην γραφή: «εἰς τύπον Θεοῦ»): Μαγνησιεῦσιν VΙ, PG 5, 668. Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 2, 269.
[22] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία», 35-41.
[23] Ἰωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, «Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη, τεῦχ. 52, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1994, 90.
[24] Δές σχετικά κυρίως τό 12ο καί 13ο κεφάλαιο τῆς Α΄ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς.
[25] Α΄ Πρός Κορινθίους 13,13.
[26] Γ. Πατρώνου, Κήρυγμα καί Θεολογία, Τόμος Β΄, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2003, 79.
[27] Α΄ Πρός Τιμόθεον 6,11-16.

Δημοφιλείς αναρτήσεις