Οἱ Ἁγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα καὶ Νυμφοδώρα οἱ Μάρτυρες
Ἦταν ἀδελφὲς καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βιθυνία. Ἡ λάμψη τῆς παρθενίας καὶ ἡ ὡραιότητα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τους, ἔκαναν τὶς τρεῖς ἀδελφὲς νὰ εἶναι καύχημα τῶν χριστιανῶν. Οἱ φροντίδες καὶ οἱ συνήθειες τοῦ κόσμου δὲν τὶς ἀπασχολοῦσαν.
Ἡ μόνη τους φροντίδα ἦταν «μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεὶν ἑαυτάς, ἢ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῷ πολυτελεῖ». Δηλαδὴ φρόντιζαν νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη καὶ ὄχι μὲ φιλάρεσκα πλεξίματα τῶν μαλλιῶν τους ἢ μὲ χρυσὰ ἢ μαργαριτένια κοσμήματα ἢ μὲ ροῦχα πολυτελή.
Γιὰ τὴν ἀγάπη λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ, ἄφησαν τὴν πατρίδα της καὶ πῆγαν νὰ κατοικήσουν σὲ ἕναν λόφο, κοντὰ στὰ Πύθια θερμὰ λουτρά. Ἐκεῖ ἀσκήτευαν καὶ καλλιεργοῦσαν ἀκόμα περισσότερο τὴν σωφροσύνη τους. Γι’ αὐτὸ ἀξιώθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θεραπεύουν ἀσθένειες, καὶ ἔτρεχε κοντὰ τους πλῆθος κόσμου.
Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος Φρόντων, ἔστειλε καὶ συνέλαβε τὶς τρεῖς ἀδελφές. Βλέποντας τὴν φρόνηση καὶ τὴν σύνεση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφοβία μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀντιμετώπισαν, διέταξε καὶ τὶς βασάνισαν μὲ τὰ πιὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ὑπέμειναν μὲ ἀνδρεῖα τὰ μαρτύρια καὶ ἔτσι ἔνδοξα παρέδωσαν τις ψυχὲς τους στὸ νυμφίο τους Χριστὸ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Μεγαλυνάριον.